μεγαλείῳ

μεγαλείῳ
μεγαλεί̱ῳ , μεγαλεῖος
magnificent
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλειώ — μεγαλειώ, όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον] (ενεργ. και μέσ.) 1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι 2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, η, ον υπερήφανος, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείωμα — μεγαλείωμα, τὸ (Α) μεγαλειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεγαλειῶ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλειωτός — μεγαλειωτός, ή, όν (Α) (για σύνθετα) αυτός που έγινε μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεγαλειῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”